φιλόκροτος

φιλόκροτος
-ον, Α
(ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που αγαπά τον κρότο, τον θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κρότος (πρβλ. χαλκό-κροτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλόκροτον — φιλόκροτος loving noise masc/fem acc sg φιλόκροτος loving noise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκρότοις — φιλόκροτος loving noise masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλόκροτα — φιλόκροτος loving noise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”